- πόρου
- πόροςmeans of passing a rivermasc gen sgπορόωfurnish with porespres imperat act 2nd sgπορόωfurnish with poresimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πόρου — Στεγάζεται στη δωρηθείσα στο κράτος κατοικία του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξανδρου Κορυζή (πλατεία Κορυζή). Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Τροιζηνίας, που προέρχονται από τις παλαιότερες ανασκαφές της… … Dictionary of Greek
βουβωνοκήλη — Η προώθηση των σπλάγχνων στον βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που μπορεί να προέλθει από ανύψωση βάρους, δυσκοιλιότητα, έντονο και συνεχή βήχα κ.ά., ή στη χαλάρωση των κοιλιακών τοιχωμάτων. Όταν… … Dictionary of Greek
PRIAPUS — I. PRIAPUS Liberi patris et Veneris fil. quem superstitiosa antiquitas hortorum praesidem credidit, addo et portuum. Leonidas vetus poeta: Ταῦθ᾿ ὁ Πρίηπος ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ὁ λιμενίτης. De quo vide Voss. de Idol. l. 2. c. 7. et Dempster. ad Rosin … Hofmann J. Lexicon universale
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
χοληδόχος — και χολοδόχος, ο / χοληδόχος και χολοδόχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, και χολιοδόχος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει χολή 2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις» ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek
διαειδικός ανταγωνισμός — Ο ανταγωνισμός μεταξύ οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Ονομάζεται έτσι για να διακρίνεται από τον ενδοειδικό ανταγωνισμό, ο οποίος αναφέρεται σε άτομα του ίδιου είδους. Γενικά ως ανταγωνισμός μπορεί να οριστεί η χρήση ενός πόρου… … Dictionary of Greek
Κυανή Ακτή — I (Côte d’Azur). Γαλλικό τμήμα της Ριβιέρας στην ακτή της Προβηγκίας. Εκτείνεται από τα γαλλοϊταλικά σύνορα έως τον κόλπο Λα Ναπούλ (και κατ’ επέκταση, αλλά λανθασμένα, έως τον κόλπο της Ιέρ). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από τις απότομες απολήξεις… … Dictionary of Greek